- συγκρατύνω
- συγκρᾰτύνω,A strengthen, make firm,
τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e
:—[voice] Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e
:—[voice] Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκρατύνω — Α καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, τού προσδίδω δύναμη και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)] … Dictionary of Greek
συγκρατύνει — συγκρατύ̱νει , συγκρατύνω strengthen aor subj act 3rd sg (epic) συγκρατύ̱νει , συγκρατύνω strengthen pres ind mp 2nd sg συγκρατύ̱νει , συγκρατύνω strengthen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατύνεται — συγκρατύ̱νεται , συγκρατύνω strengthen aor subj mid 3rd sg (epic) συγκρατύ̱νεται , συγκρατύνω strengthen pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατύνειν — συγκρατύ̱νειν , συγκρατύνω strengthen pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)